“Σ’ αυτό μου το βιβλίο δε θέλησα να εντυπωσιάσω ούτε προσπάθησα να το στολίσω με λογοτεχνικά φτιασίδια και συναισθήματα. Αυτό το βιβλίο μου δεν έχει ήρωες και πρωταγωνιστές, ούτε κομπάρσους και παρακατιανούς. Και για να είμαι ειλικρινής το ‘γραψα χωρίς να το καταλάβω. Να έτσι, συζητώντας με τον ανιψιό μου το δικηγόρο Νίκο Κυπρούλη, μου ‘πε πως σε λίγο η Αμαλιάδα με το ρυθμό που γίνεται η ανοικοδόμηση θα ‘ναι αγνώριστη, και αν θα φύγει και τούτη η γενιά, δε θα υπάρχει κανείς που να θυμίζει τα παλιά εκείνα μέρη και τις τοποθεσίες, τους παλιούς ανθρώπους που ‘ζησαν στην Αμαλιάδα σε κείνα τα ταραγμένα χρόνια της κατοχής ή και πρωτύτερα ακόμη. Έτσι στα ταξίδια μου και τις εκδρομές που είχαν για αφετηρία τους την Αμαλιάδα, προσπάθησα ό,τι συναντούσα στο δρόμο από σπίτια και ανθρώπους να το αναφέρω, σκαλίζοντας παλιές μνήμες και γεγονότα, χωρίς να θέλω να τα στολίσω και να τα παρφουμάρω, έτσι απλά όπως τα βλέπει ένας περιπατητής, ένας απλός επισκέπτης.