Κάποτε, τον πολύ-πολύ παλιό καιρό, ζούσε σ’ έναν τόπο ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Μια μέρα τους φώναξε και τους είπε:
«Ακούστε, παιδιά μου, να σας πω: Τώρα που έχουμε τα πλούτη μας, καλά τα περνούμε. Αλλά, αν καμιά μέρα έρθει κανένας άλλος άρχοντας, πιο μεγάλος, με τα στρατεύματά του και μας πολεμήσει και μας νικήσει και σκλαβώσει τον τόπο μας, και πάρει τα πλούτη μας και τ’ αρχοντικά μας τα σπίτια, σκεφτήκαμε ποτέ τι θ’ απογίνουμε;»
[…]
Τα τρία αδέρφια θα ψάξουν να βρουν από έναν τεχνίτη για να τους βοηθήσει να μάθουν κάποιο επάγγελμα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μόνο ο μικρότερος γιος θα δυσκολευτεί πολύ να βρει συνεργάτη. Στο δρόμο του όμως θα σώσει έναν ταλαίπωρο άνθρωπο, τον οποίο θα πάρει μαζί του και θα τον χρήσει βοηθό του. Και το όνομα αυτού, Γυμνός.
Οι δυο τους θα περάσουν αρκετές περιπέτειες: Θηρία, δράκαινες και δράκους με σαράντα κεφάλια, κοπάδια ζώων, θα συναντήσουν νέες πολιτείες, και μια πανέμορφη βασιλοπούλα που θα κλέψει την καρδιά του νεαρού πρίγκιπα.
Όμως παρά τις περιπέτειες ο Γυμνός δε φαίνεται να τον βοηθά να μάθει κάποιο επάγγελμα… Ή μήπως όχι;
Θα καταφέρει άραγε ο μικρός γιος να επιστρέψει στο Βασίλειο του πατέρα του θριαμβευτής και γεμάτος γνώσεις για το νέο του επάγγελμα;
Ποιος τελικά είναι ο ρόλος του πονηρού Γυμνού στην ιστορία αυτή;