
Παρουσίαση του βιβλίου της Σεμίνας Διγενή «Το ένδοξο σκοτάδι του Βοτανικού» στην Κατερίνη
Αδιαχώρητο χθες το βράδυ στο βιβλιοπωλείο “Το μάτι” της Κατερίνης, στην παρουσίαση του βιβλίου της Σεμίνας Διγενή Το ένδοξο σκοτάδι του Βοτανικού, των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή.
Για το βιβλίο μίλησαν η εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ρία Φελεκίδου και η ραδιοφωνική παραγωγός και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Δομινίκη Καράντζιου. Συντόνισε ο εκπαιδευτικός Μπάμπης Παπαδόπουλος.
Παραθέτουμε αποσπάσματα των ομιλιών:
Ρία Φελεκίδου: Αναρωτήθηκα στην αρχή, τι ακριβώς είναι αυτή η διαδρομή στο ένδοξο σκοτάδι του Βοτανικού και στις δύο δεκαετίες που μοιράζεται μαζί μας η συγγραφέας του.
Ψηφιδωτό μιας εποχής; Αρκετά κοντινής για να αναγνωρίζουμε οσμές, εικόνες και ήχους που εγείρουν συγκίνηση και εξάπτουν τη φαντασία; Για να ανασύρουμε πληροφορίες και στοιχεία που συνδέονται με τα σύγχρονα γεγονότα και τα ερμηνεύουν.
Αλλά και ψηφιδωτό μιας εποχής αρκετά μακρινής για να ταυτιζόμαστε με τον παλμό της; Αρκετά μακρινής για να αποτελεί αιτία διαξιφισμών και αντιπαραθέσεων; Ή μήπως πρόκειται για ένα παλίμψηστο ζωής, ανθρώπων, κοινωνικών ζυμώσεων και ιστορικών γεγονότων; Μία απόπειρα κατανόησης του παρελθόντος και συμφιλίωσης μαζί του, μια έντεχνη προσπάθεια απάλειψης των ούτως ή άλλως τεχνητών και αυθαίρετων διαχωριστικών γραμμών του χρόνου;
Η γυναίκα πάντως, μάχεται ακόμη να καταλάβει εκείνο που το κορίτσι δεν αγνοεί. Ίσως επειδή η αλήθεια, αυτό το θεαματικό λαμπόγυαλο, δεν κρύβεται όταν τη βιώνουμε. Τη θολώνουν τα χρόνια, όσα επικάθονται πάνω της, ακόμα και οι προσωπικές μας ανακαλύψεις. Μέχρι να καταλάβουμε πως «βλέπουμε τον κόσμο μια φορά, στην παιδική μας ηλικία. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη.» Στίχοι της Αμερικανίδας ποιήτριας Λουίζ Γκλουκ, που αποτελούν και προμετωπίδα σε κεφάλαιο του βιβλίου.
Αυτόν τον κόσμο θέλει να αναβιώσει η γυναίκα, σ’ αυτόν επιστρέφει και περιπλανιέται. Την αλήθεια του επιθυμεί να κατακτήσει. Να συνομιλήσει με τον έφηβο εαυτό της. Να γλιστρήσει στην αθωότητά του.
Η γυναίκα μπαινοβγαίνει με άνεση στη ζωή του παιδικού εαυτού της και αυτή η καθυπόταξη του χρόνου στον συγγραφικό και νοητικό σχεδιασμό, είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου.
Κι άλλοτε η μικρή- μεγάλη γυναίκα περιπλανιέται στις γειτονιές και στα καφενεία, συνομιλεί με παλιούς γείτονες, επιχειρώντας να ανασυστήσει τον χαμένο κόσμο και να τον συναρμολογήσει από τα κομματάκια που συναντά μπροστά της ή που ανακαλύπτει. Σκεφτόμουν ότι το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή είναι ένα βιβλίο αγάπης, επειδή η αγάπη διαπνέει τις σελίδες του είτε αναφέρεται ρητά είτε όχι. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν η συγγραφέας αναπλάθει την παιδική της ηλικία, την αληθινή μας πατρίδα κατά τον Ρολάν Μπαρτ. Η τρυφερότητα αναβλύζει στις περιγραφές των τόπων, των ανθρώπινων χαρακτήρων, στην αφήγηση των περιστατικών.
Διαβάζοντας το πληθωρικό και τόσο πυκνογραμμένο βιβλίο της Σεμίνας Διγενή, και γνωρίζοντας πως η αλήθεια νίκησε κατά κράτος τη μυθοπλασία, όπως και η ίδια παραδέχτηκε, αναρωτιόμουν πώς χώρεσε τόση αφηγηματική μαεστρία και μυθιστορηματική γοητεία στη ρεαλιστική καταγραφή της.
Το προσωπικό βίωμα εναγκαλίζεται με την κοινωνική συνθήκη στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου και οι αιχμές για την πολιτική κατάσταση, τον συντηρητισμό της εποχής, τις αντιφάσεις στη ζωή και στα ήθη των καθημερινών ανθρώπων, θίγονται άλλοτε άμεσα και άλλοτε υπαινικτικά.
Η γυναίκα υπακούει στον παιδικό εαυτό της που της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει κι όπως εκείνη αδιαμαρτύρητα, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της υπακούει, το κορίτσι την τακτοποιεί στις σελίδες που της ανήκουν, πριν οι τελευταίες λέξεις της ιστορίας λαμπυρίσουν με ρετρό τρέμουλο τη λέξη «τέλος».
Δομνίκη Καράντζιου: Ξεκινώ να διαβάζω και ξαφνιάζομαι με ένα κορίτσι που ξεπηδά από τις σελίδες.
-Είμαι η ηρωίδα του βιβλίου. Εγώ και η γιαγιά μου η Ασημίνα, μου λέει. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι ήρωες, υπάρχει κι η μαμά με τον μπαμπά, κι η άλλη γιαγιά, η Σοφία, και οι θείοι και οι θείες και οι γείτονες και οι καλλιτέχνες του Βοτανικού. Ένας φασαριόζικος θίασος όλοι τους.
Αφήνω το κορίτσι να πάρει το χέρι μου και να με ταξιδέψει στις σελίδες της δικής της ιστορίας, της δικής της ζωής, ένα ταξίδι στον χρόνο. Άλλωστε μου αρέσουν οι ιστορίες που αφηγούνται τα μικρά παιδιά μέσα από την πένα των μεγάλων, και μάλιστα μεγάλων που παραμένουν μέσα τους παιδιά, που κατεβάζουν το ύψος τους στο ύψος του παιδιού. Αυτό κάνει και η Σεμίνα Διγενή. Επιστρέφει στην παιδική της ηλικία για να μας δώσει ένα βιβλίο, από το οποίο, αν αφαιρούσαμε κάποιες «κακές» σε εισαγωγικά λέξεις, θα μπορούσε να διαβαστεί από ένα παιδί. Με τραβολογάει στις πίσω σελίδες του βιβλίου, στο ένθετο των φωτογραφιών. Σε πρώτο πλάνο μια κόκκινη μυγοσκοτώστρα.
-Κοίτα, αυτή είναι η μυγοσκοτώστρα της γιαγιάς Ασημίνας. Δεν είναι ίδια ο Φαραώ που κρατάει το σκήπτρο του; Ίδια η Μπερνάντα Άλμπα του Λόρκα που κρατούσε το μπαστούνι της;
Χαζεύουμε και τις υπόλοιπες φωτογραφίες.
-Θα μου μιλήσεις για όλους αυτούς;
-Για όλους, λέει με αποφασιστικότητα και τότε αντιλαμβάνομαι ότι αυτό Το κορίτσι του βιβλίου έχει καταγράψει στη μνήμη της σχεδόν όλη την παιδική της ηλικία.


Νοηματικό νήμα του βιβλίου, η γιαγιά Ασημίνα, από την πλευρά του πατέρα της. Με αυτήν ξεκινά η αφήγηση και με αυτήν τελειώνει. Είναι η ακαταλαβίστικη γιαγιά, η ανάποδη, αυτή που έχει καταγωγή από πλούσια οικογένεια, που παρφουμαρίζεται κάθε πρωί με κολόνια λεμόνι αλλά το στόμα της ξερνάει του κόσμου τις βρώμικες λέξεις, λέξεις που πλάθει με τη φαντασία της για να χαρακτηρίσει τους ανθρώπους της γειτονιάς: ο φυσαρούφας, ο ληστής, η πατσαβούρα, ο χλεμπονιάρης, ο παρλαπίπας, η ξινή, το πορδοβούλωμα, ο παστουρμάς, ο ζητιανόξυλος, ο ντιγκιντάγκνας, η αρπάχτρα, η αλεπουδιάρα, ο λουκουμάτος, ο πορνόγερος… Αυτή η γιαγιά λοιπόν έχει σταθεί σαν πικραμυγδαλάκι στον λαιμό της συγγραφέα, του κοριτσιού. Και τι δεν κάνει η μικρή για να κερδίσει την προσοχή ή την αγάπη της. Όμως αυτό, εκεί, μένει για πάντα στον λαιμό του κοριτσιού, ακόμη και τώρα που είναι γυναίκα ώριμη.
Μια ταινία ελληνική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή, από εκείνες τις καλές ελληνικές ταινίες με ήρωες ζωντανούς που ξεπηδούν από τις σελίδες, με καρικατούρες της Ελλάδας την εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Μια ταινία με σκηνές ασπρόμαυρες από τις οποίες ξεπηδάει το λευκό του γιασεμιού και το μαύρο της νύχτας. Μια ταινία για όλες τις ηλικίες, από αυτές που έβλεπα στην τηλεόραση κι εγώ όταν ήμουν κορίτσι με τη γιαγιά μου, τη συνονόματη, σχεδόν κάθε Κυριακή μεσημέρι.
Με λογοτεχνική μαεστρία η συγγραφέας καταφέρνει να μας κάνει να μυρίσουμε τις ευωδιαστές νότες των λουλουδιών στις αυλές, να θαμπωθούμε από τις αστραφτερές γωνιές των φτωχόσπιτων, να σκονιστούμε όπως διασχίζουμε τους χωμάτινους δρόμους του Βοτανικού, να νιώσουμε την ασφυκτική δυσοσμία του γκαζιού από το εργοστάσιο του φωταερίου, να χαρούμε με τον έρωτα των γονιών της, να πονέσουμε από τον χωρισμό τους.