Facebook

Πλημμύρισε με κόσμο ο πολυχώρος ΒΕΤΛΑΝΣ της Νάουσας, στην παρουσίαση του βιβλίου της Σεμίνας Διγενή  «Το ένδοξο σκοτάδι του Βοτανικού»  των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή

Πλημμύρισε κόσμο χθες ο πολυχώρος ΒΕΤΛΑΝΣ της Νάουσας, στην παρουσίαση του βιβλίου της Σεμίνας Διγενή  «Το ένδοξο σκοτάδι του Βοτανικού»  των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή.
Για το βιβλίο μίλησαν ο συνθέτης, στιχουργός και εικαστικός Κώστας Καλδάρας, η εκπαιδευτικός Ιωάννα Σοφρόνωφ και η φοιτήτρια και μέλος της ΟΓΕ Ελισάνθη Κωστοπούλου. Συντόνισε ο εκπαιδευτικός Γιάννης Τσεχελίδης.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τις ομιλίες:
Κώστας Καλδάρας: 
Η Σεμίνα που πρόσφερε μεγάλη βοήθεια και προβολή στο ελληνικό τραγούδι στους δημιουργούς του και μαζί με αυτό στον πολιτισμό,  έρχεται τώρα με αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο να σφραγίσει μια πορεία, μια αφετηρία, έναν προορισμό, στην νεότερη ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, της πολιτικής, του πολιτισμού. Με ένα σπάνιο «μυθιστόρημα της πραγματικότητας».
Σε αυτό το γεμάτο αλήθειες, γεγονότα και έμπνευση μυθιστόρημα, ο καθένας από εμάς θα βρει σίγουρα μια ραφή με τη δική του ζωή, σαν ένα υφαντό που διασταυρώνονται οι κλωστές με τη δική του ιστορία, προσωπική ή οικογενειακή.
Εγώ βρήκα και τις δύο πλευρές. Η πιο προσωπικές που με άγγιξαν  αφορούν την οδό Ανακούς, στη Νέα Φιλαδέλφεια, εκεί γεννήθηκε εκείνη, εκεί μεγάλωσα εγώ, αλλά και το ζήτημα της ξενιτειάς, όπου βρέθηκε ο  πατέρας μου, δουλεύοντας σκληρά, για να βάλουμε ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας. Με συγκίνησαν επίσης οι αναφορές της στους ρεμπέτες, την απαξίωση που βίωναν και τις διώξεις τους, πολιτικές και κοινωνικές.
Επειδή εδώ στη Νάουσα χτίζω ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μας με την οικογένεια μου και τους δικούς μου ανθρώπους, τα τελευταία 14 χρόνια,  πιστεύω ότι έχω κι εγώ το δικαίωμα να την καλωσορίσω στον τόπο μας και να της αφιερώσω ένα τραγούδι.
«Καθρέφτες και όνειρα
δυό πόρτες σπασμένες,
στου κόσμου τα όριαγυρεύουν δραπέτες…».
Την καλωσορίζω λοιπόν στα όρια της ψυχής μας.
Ιωάννα Σοφρόνωφ:
H Σεμίνα γράφει στρωτά, χωρίς υπερβολές, σε τρίτο πρόσωπο με λέξεις και φράσεις απλές, κατανοητές, αν εξαιρέσεις βέβαια τους διαλόγους με τη φρασεολογία και τους χαρακτηρισμούς της γιαγιάς Ασημίνας που δεν τους εξηγούν ούτε τα λεξικά, ούτε και ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης.
Η συγγραφέας βλέπει το παρελθόν κατάματα με την πραγματική διάσταση, χωρίς ωραιοποιήσεις. Γυρνά σ’ αυτό τακτικά ( και στον χρόνο και στον τόπο)  παρατηρεί και καταγράφει τις αλλαγές. Διαβάζοντας τις 30 ταινίες μικρού μήκους, κάποιες φορές σου έρχεται να γελάσεις ή να ειρωνευτείς. Άλλοτε πάλι σε προσγειώνουν σε ένα χωρόχρονο σκληρό, δύσκολο, ακατάληπτο, για πολλούς  μπορεί και οδυνηρό και μπορεί να βουρκώνεις. Άλλοτε πάλι θυμώνεις.
Η Σεμίνα και θέλει και το καταφέρνει  με την αφήγηση της, να σε κάνει να καταλάβεις με σαφήνεια ότι αποδέχεται το παρελθόν, ότι το αποδίδει στην πραγματική του διάσταση. Και αυτή η αποδοχή είτε πρόσβαλε, είτε απογοήτευσε, είτε ημέρεψε θωρώντας την μέσα από το άθολο σημερινό λαμπόγυαλο είναι λυτρωτική, εκπέμπει αισιοδοξία και ντομπροσύνη.
Και το να μπορείς ακόμα και σήμερα στην εποχή μας, να μιλάς για το παρελθόν σου, όποιο και είναι αυτό, με ειλικρίνεια χωρίς στερεότυπα είναι πραγματικά γερό χαστούκι στην υποκρισία, την λογοκρισία, στην σεμνοτυφία.
Γιατί απ΄αυτό το παρελθόν και η Σεμίνα και ο καθένας μας πολλά κρατά, πολλά απορρίπτει, χωρίς να τα ξεχνά, γεγονότα, συμπεριφορές και στοιχεία που αξιολογώντας τα διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας.
Μου προκαλεί εντύπωση ότι ό,τι γράφει η συγγραφέας αναφέρεται με ονόματα και διευθύνσεις, αναμνήσεις μακρινές , κρατήθηκαν ζωντανά και δεν ξεθώριασαν στο πέρασμα των χρόνων. Δεν νομίζω να κρατούσε τόσο λεπτομερειακές σημειώσεις.
Άρα δυνατή μνήμη ή χαρακτήρες και γεγονότα που την χάραξαν βαθιά, που τα ρούφηξε μέχρι το μεδούλι και η συνείδηση τα αποθήκευσες στον σκληρό δίσκο;
Όσο και αν δεν την τραβούσε η εργατογειτονιά του Βοτανικού και έμενε εκεί ανωτέρα βία μιας και σαν τιμωρημένη κάτι δηλαδή σαν ελεύθερη εξορία , βοήθησε τον χαρακτήρα της. Απ’ όλα κάτι διάλεξε και αφομοίωσε,  αλλά και κάτι πέταξε χωρίς να το λησμονήσει. Έτσι έγινε ό,τι είναι σήμερα.
 Ελισάνθη Κωστοπούλου:
Το να αναλάβει κάποιος να μιλήσει για το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή, είναι από μόνο του μια πρόκληση. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται, πρώτον, για ένα βιβλίο που πραγματεύεται μια εποχή δύσκολη (μετεμφυλιακή Ελλάδα, χούντα, βασανιστήρια) και κατά δεύτερον, όταν η ιστορία του διαδραματίζεται σε σοκάκια και συνοικίες της πρωτεύουσας, καθόλου γνωστά σε εμένα. Βέβαια το κομμάτι αυτό της ιστορίας της Ελλάδας, δεν μου ήταν άγνωστο, αφού το τότε πολιτικό καθεστώς, φρόντισε να «επιμορφώσει» και δικούς μου συγγενείς σε εξορίες και φυλακές. Κάθε φορά λοιπόν, που από το βιβλίο, ξεπηδούσε και ένας κομμουνιστής, είτε ήταν ο θείος Μιχάλης, είτε ο Δημήτρης ο μαθηματικός, ξεπηδούσαν και από την μνήμη μου ιστορίες από δικούς μου παππούδες και θείους και ζωντάνευαν μπροστά μου οι κακουχίες, η φτώχεια, η πείνα ενός ολόκληρου λαού.
Το γεγονός αυτό, έκανε την πρόκληση της παρουσίασης του βιβλίου, ακόμα πιο δελεαστική. Βρέθηκε ο πρώτος κοινός παρονομαστής. Ο δεύτερος ήταν η καλή γιαγιά Σοφία. Κάθε φορά που η συγγραφέας αναφερόταν στην καλή γιαγιά της, ήταν σαν να μιλούσε για την δική μου γιαγιά.
Ένα τρίτο στοιχείο του βιβλίου που μου έκανε εντύπωση είναι και η επαναλαμβανόμενη  αναφορά του, μέσα από περιστατικά και αληθινές ιστορίες για την θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή. Μέχρι και το 1964 συμβαίνει ένα φονικό σχεδόν κάθε 4 μέρες, μας λέει η συγγραφέας χαρακτηριστικά. Την ίδια εποχή σκοτώνονται και πολλά μωρά, τα πιο πολλά νεογέννητα και εκτός γάμου. Ως νέα γυναίκα, μέλος της ΟΓΕ, είναι ένα θέμα που με άγγιξε βαθύτατα, αφού είναι ζητήματα τα οποία αντιπαλεύουμε καθημερινά και σήμερα. Να τος λοιπόν και ο τρίτος κοινός παρονομαστής!
Το κορίτσι του βιβλίου μεγαλώνει σε δυο κόσμους. Από την μία είναι η γιαγιά Ασημίνα, πικρόχολη, αυστηρή, με τον κακό λόγο στο στόμα και από την άλλη η γιαγιά Σοφία, γλυκομίλητη, αγαπησιάρα, ευγενική η οποία  βλέπει πάντα την θετική πλευρά των ανθρώπων.
Οι γονείς του κοριτσιού δουλεύουν, η γιαγιά Σοφία επίσης. Μοναδική επιλογή η γιαγιά Ασημίνα. Εκεί περνάει τις περισσότερες ώρες της παιδικής της ηλικίας, εκεί οργανώνει συμμαχίες με την μικρή ξαδέρφη της, εκεί τιμωρεί με τις ζαβολιές και τα σαμποτάζ της τη γιαγιά Ασημίνα, για την αγάπη που δεν της δίνει. Ένα παιδί που αναζητά την προσοχή και το ενδιαφέρον των μεγάλων και αρνείται να είναι το «βαλιτσάκι» τους.
Είναι έξυπνο κορίτσι η πρωταγωνίστριά μας. Κάνει συμμαχίες στην γειτονιά κατά το συμφέρον της. Περνάει την ώρα της με γείτονες που έχουν πάντα κάτι να την κεράσουν, κάνει κουβέντες με παππούδες στα καφενεία και ενημερώνεται για τις πολιτικές εξελίξεις, κάνει μαθήματα αριθμητικής με τον “κόκκινο” Δημήτρη τον μαθηματικό.
Τα έχει όλα αυτό το βιβλίο. Αβίαστα, χωρίς κανέναν συμβουλευτικό χαρακτήρα, χωρίς να σου κουνάει το δάχτυλο, σε ταξιδεύει στις εργατικές λαϊκές συνοικίες στο Γκάζι και το Βοτανικό, σαν να σου τα συστήνει σε εσένα που δεν τα ξέρεις και είναι σαν να έζησες εκεί για χρόνια.
Ένα γλυκόπικρο, συγκινητικό, τρυφερό αλλά και με χιούμορ βιβλίο, που μοιάζει με ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία, με της αλήθειες της συγγραφέως να ξεγυμνώνονται μπροστά σου, χωρίς φτιασιδώματα, δίχως δηθενιές. Ο λόγος της απλός, κατανοητός, άμεσος. Θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με ρεπορτάζ, το ρεπορτάζ της ζωής της. Έχει αυθεντικότητα αυτό το βιβλίο. Δεν είναι η πένα, το στυλό, το μολύβι, το χαρτί που κάνει την διαφορά. Είναι η κατάθεση ψυχής της, αφού και μέσα από την κριτική κάποιων ανθρώπων και μέσα από τις διαδρομές παρελθόν- παρόν, παρόν- παρελθόν, αυτό που σου αφήνει σαν γεύση είναι η αγωνία της για την αναζήτηση της αλήθειας της. Η ανάγκη της για προσδιορισμό της ταυτότητας της.
Πόσο μοιάζει με την γιαγιά Ασημίνα τελικά; Αναρωτιέται, φοβούμενη τις απαντήσεις. Τι στοιχεία κουβαλάει από τους δύο κόσμους που μεγάλωσε; Μπορεί σε έναν άνθρωπο να συνυπάρχει το καλό και το κακό; Και ποιον αγώνα χρειάζεται να δώσει ως άνθρωπος έτσι ώστε να μοιάσει περισσότερο με την γιαγιά Σοφία;
Υπάρχουν άραγε απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα που βασανίζουν όχι μόνο την ίδια, άλλα κάθε ευσυνείδητο άνθρωπο; Ένα είναι σίγουρο. Η θέληση, η αντοχή, η πολλή δουλειά με τον εαυτό μας, η γνώση για τον κόσμο μας, θα ανοίξουν τον δρόμο.
Γιατί ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος, όπως έχει γράψει ο Άλκης Αλκαίος και τραγούδησε ο Χρήστος Θηβαίος, σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.
«Όλα πεζά και μαγικά
μετέωρα και οριστικά,
μοιάζουν σ’ αυτόν το κόσμο.
Κι εγώ στην άσωτη ζωή
φύλλο στου ανέμου την πνοή,
χαράζω και νυχτώνω.
Πέρασα μπόρες και φωτιές
ήπια παράφορες ματιές,
και τώρα εδώ στα ξένα…
Ανάβω ευχές και προσευχές
για τις αστείρευτες ψυχές,
για σένα και για μένα.
Δεν έχω τόπο,
εσύ ο τόπος μου και ο χρόνος.
Δεν ξέρω τρόπο,
ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος.»
Ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα σε επιμέλεια Κώστα Καλδάρα, με τη Δήμητρα Καραφούσια, τον Τρύφωνα Μπάιτση και τον Απόστολο Ζαφειρίου.

Ημερομηνία

Μαρ 18 2025
Ολοκληρώθηκε!

Ώρα

18:30

Τοποθεσία

Κέντρο Βιομηχανικής Κληρονομιάς Νάουσας «ΕΡΙΑ»
Α/φων Λαναρά & Φ. Δ. Πεχλιβάνου

Διοργανωτής

Σύγχρονη Εποχή Θεσσαλονίκης
Τηλέφωνο
2310283810
Email
septhess@gmail.com